- ακαματεύω
- ακαμάτεψα, τεμπελιάζω: Εμείς μαζεύαμε ελιές κι εκείνος ακαμάτευε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] … Dictionary of Greek
ακαμάτεμα — το [ακαματεύω] 1. η ακαμασιά* 2. το στόλισμα τών κοπαδιών 3. η διακοπή μιας γεωργικής εργασίας για να ξεκουραστούν οι εργάτες 4. το μεσημέρι (επειδή τότε συνήθως γίνεται το διάλειμμα για ξεκούραση τών γεωργών) … Dictionary of Greek
ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… … Dictionary of Greek
φυγοπονώ — φυγοπόνησα, αμτβ., είμαι φυγόπονος (βλ. λ.), βαριέμαι, ακαματεύω, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)